Θέσεις και επισημάνσεις του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων

Θέσεις και επισημάνσεις του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων

Η πιστοποίηση προσόντων αποτελεί μια διαδικασία αναγνώρισης, κατοχύρωσης και επικύρωσης μαθησιακών αποτελεσμάτων (γνώσεων, ικανοτήτων, δεξιοτήτων) τα οποία απορρέουν από τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης,  με ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στο ζήτημα σύνδεσης της εκπαίδευσης – κατάρτισης με την απασχόληση. Το ζήτημα της πιστοποίησης και αναγνώρισης προσόντων, αποτελεί ένα από τα επείγοντα θέματα στη μεταρρυθμιστική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα για την περίοδο 2013-2020. Η στρατηγική επιλογή αυτή, σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής, προωθείται μέσα από τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων (E.Q.F) το οποίο σχετίζεται και συναρθρώνεται με τη δημιουργία αντίστοιχων εθνικών πλαισίων, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας ενιαίος θεσμικός χώρος στη διασύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας.

Αναμφίβολα, η δημιουργία του Ε.Q.F συνδέεται άμεσα με τη στρατηγική της δια βίου μάθησης καθώς και με τις πολιτικές που προωθούνται στο πλαίσιο όλων των συνθηκών και συμφωνιών στο πεδίο της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής, γεγονός το οποίο η Ελλάδα θα πρέπει να αξιολογήσει ενεργητικά, μέσα από την ανάληψη δράσης για την  προώθηση της δημιουργίας τόσο ενός έγκριτου Εθνικού Πλαισίου Προσόντων όσο και ενός αξιόπιστου συστήματος αναγνώρισης, έγκρισης, κατοχύρωσης και επικύρωσης των προσόντων. Λόγω της κρισιμότητας του εγχειρήματος και με βάση το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει σημαντική εμπειρία σε θέματα πιστοποίησης προσόντων, είναι αναγκαίο να προβούμε στην κατάθεση ορισμένων βασικών επισημάνσεων  οι οποίες είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου και ευρωπαϊκά προσανατολισμένου θεσμικού πλαισίου εφαρμογής.

 

Το κείμενο – πρόταση που κατατέθηκε από τον ΕΟΠΠΕΠ στη γνωμοδοτική επιτροπή σχετικά με τη δημιουργία εθνικού πλαισίου προσόντων είναι μια πολύ σημαντική εργασία, που για πρώτη φορά, τοποθετεί πολύ συγκεκριμένα, απτά και ξεκάθαρα μια πρόταση για τη δημιουργία και θεσμοθέτηση του Ελληνικού Πλαισίου προσόντων. Βεβαίως δεν είναι δυνατόν να μην σχολιαστεί η μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε σε σχέση με την χρονική διάσταση του εγχειρήματος. Η σημαντική κωλυσιεργία στο σύνολο των διαδικασιών, συζητήσεων, διαβουλεύσεων καθώς και στη διεξαγωγή ενός ουσιαστικού κοινωνικού και επιστημονικού διαλόγου κατά την προηγούμενη 3ετία (και περισσότερο) ακολουθήθηκε από την αιφνιδιαστική, ασφυκτικά χρονική και, σε ορισμένα σημεία, πρόχειρη διαδικασία συζήτησης και συμφωνίας, στοιχεία που σε καμία περίπτωση δεν προάγουν την ποιότητα και δεν είναι πάντοτε ανάλογα της σοβαρότητας του εγχειρήματος.

 

Συγκεκριμένα:

 

1.   η δημιουργία ενός εθνικού πλαισίου προσόντων απαιτείται να γίνει με μικρά, στέρεα, συναινετικά και αξιόπιστα βήματα. Κι αυτό γιατί ούτε η αναγκαία παράδοση υπάρχει (όπως σε χώρες σαν το Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία κλπ) ούτε η κατάλληλη τεχνογνωσία.

 

2.   αποτελεί ορθή επιλογή η καταρχήν κατάταξη και ταξινόμηση των τίτλων σπουδών του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος και όχι η συμπερίληψη όλων των τίτλων και βεβαιώσεων σπουδών από την μη τυπική εκπαίδευση και άτυπη μάθηση. Χρειάζεται επιπλέον προσπάθεια, εργασία και αντίστοιχος χρόνος για την ολοκλήρωση της καταγραφής σε επίπεδο τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος και της αντιστοίχησής τους με το EQF.

 

3.   το ζήτημα της κατάταξης της μη τυπικής εκπαίδευσης και άτυπης μάθησης είναι κομβικής σημασίας και ιδιαίτερα στην σημερινή κοινωνικοοικονομική συγκυρία καθώς συνδέεται ιδιαίτερα και με τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Για τον λόγο αυτό (και για πολλούς επιπλέον λόγους) θα πρέπει να τύχει ευρύτατου, ενδελεχούς και συστηματικού διαλόγου  με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων φορέων και κυρίως με την ενεργητική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων (εργαζομένων και εργοδοτών).

 

4.   το εθνικό πλαίσιο προσόντων οφείλει να διαπνέεται στο σύνολό του από την αρχή της ελεύθερης, απρόσκοπτης και χωρίς εμπόδια μετακίνηση των χρηστών εντός των επιπέδων, με ειδική αναφορά και εξειδίκευση στους ενήλικες. Στόχος αποτελεί η δημιουργία ενός πλαισίου προσόντων φιλικού, που να άρει ή τουλάχιστον να μειώνει τα εμπόδια στην πρόσβαση από επίπεδο σε επίπεδο, να αποδυναμώνει τους αποκλεισμούς, να προωθεί την εκπαιδευτική, επαγγελματική και εν τέλει την κοινωνική κινητικότητα με παράλληλη μείωση των ανισοτήτων που δημιουργούνται από το εκπαιδευτικό σύστημα και που με την εφαρμογή του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων ενδέχεται να ενταθούν. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μέριμνα με βάση επεξηγηματικά και συμπληρωματικά κείμενα διασφάλισης των παραπάνω αρχών.

 

5.   χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση, επεξηγήσεις και διευκρινήσεις σε σχέση με «νέα» στο σχετικό δημόσιο διάλογο, δεδομένα που εισέρχονται με το κείμενο της πρότασης του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, συγκεκριμένα : α) τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει και ποια η ακριβής χρησιμότητα των υποκατηγοριών εντός των επιπέδων; β) τι ακριβώς είναι ο τύπος προσόντων και πως εξειδικεύεται; γ) τι ακριβώς περιλαμβάνουν τα ομοειδή προσόντα; δ) ποιο είναι το νόημα του «φορέα πιστοποίησης» όπως αναγράφεται στην πρόταση; ε) ποιες είναι οι διαφορές των φορέων διαπίστευσης, αδειοδότησης και πιστοποίησης; στ) ποιος είναι ο αρμόδιος εθνικός φορέας; Πιστεύουμε ότι τα παραπάνω ερωτήματα είναι κομβικής και καθοριστικής σημασίας και θα πρέπει να απαντηθούν.

 

6.   επειδή η διαδικασία της πιστοποίησης νομοτελειακά θα συνδεθεί με τα επαγγελματικά περιγράμματα και τα συναφή απορρέοντα επαγγελματικά δικαιώματα, είναι κρίσιμης σημασίας η προστασία της διαδικασίας: αφού φαινόμενα όπως η διαφθορά, η αναξιοκρατία και η ευνοιοκρατία ελλοχεύουν διαρκώς με κίνδυνο να απαξιώσουν το θεσμό οδηγώντας τον στην κατάρρευση και την ανυποληψία. Η θεσμική θωράκιση μιας τέτοιας διαδικασίας μέσα από τη δημιουργία ενός δημόσιου και κοινωνικού πλέγματος προστασίας θα δημιουργήσει ένα ισχυρό ανάχωμα σε οποιαδήποτε απόπειρα μετατροπής του εθνικού πλαισίου προσόντων σε άναρχο πεδίο ασύδοτης ιδιωτικής κερδοφορίας.

 

7.   σημαντικό ρόλο στη διαδικασία δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου προσόντων, διαδραματίζει η ειλικρινής συναίνεση και η δυνατή κοινωνική συνεννόηση των κοινωνικών εταίρων καθώς και γενικότερα όλων των εμπλεκόμενων φορέων, τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση, γιατί αν δεν υπάρξει ένα ισχυρό κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο να προωθεί την αμοιβαία εμπιστοσύνη (mutual trust) δεν είναι εύκολο να ευδοκιμήσουν αναγκαία προαπαιτούμενα της διαδικασίας όπως, η διαφάνεια, η αξιοπιστία, η εγκυρότητα και ο δημόσιος έλεγχος.

 

8.   ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός, αποτελεί η διάχυση της πληροφορίας σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Ενήλικες, εργαζόμενοι/ες, φοιτητές/τριες, σπουδαστές/τριες και γενικότερα ευρύτερες ομάδες του γενικού πληθυσμού, είναι αναγκαίο να καταστούν κοινωνοί της διαδικασίας αυτής προκειμένου να κατανοήσουν το εύρος αλλά και τη δυναμική του συγκεκριμένου project. Σε αυτό το εγχείρημα όμως, σημαντική είναι η ευθύνη των οργάνων της Πολιτείας, της εκπαιδευτικής κοινότητας καθώς και των εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων οι οποίοι οφείλουν να ευαισθητοποιήσουν και να ενημερώσουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί σαφές ότι, η δημιουργία ενός αξιόπιστου εθνικού πλαισίου προσόντων το οποίο θα συναρτάται με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, δεν αποτελεί ένα τεχνοκρατικό project το οποίο απευθύνεται σε λίγους, αλλά μια πλατιά,  συναινετική και δημόσια διαδικασία αναγνώρισης, στάθμισης και ελέγχου των προσόντων των εργαζομένων προκειμένου να ισχυροποιείται η επαγγελματική προοπτική και κινητικότητα μέσα στο συνεχές του εργασιακού τους βίου. Είναι σαφές ότι μια μεγάλη μερίδα της αντίδρασης σε οποιοδήποτε μεταρρυθμιστικό σχέδιο προτείνεται, οφείλεται στην έλλειψη ενημέρωσης, στη μη κατανόηση των στόχων, στην απουσία μιας επικοινωνιακής στρατηγικής η οποία  να συμβάλει στην αποδυνάμωση στερεοτύπων και ιδεολογικών εμμονών που αποτελούν τροχοπέδη στις εξελίξεις.

 

9.   στην κοινωνία της γνώσης και της δια βίου μάθησης, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη ψυχαναγκαστική πλέον απόκτηση προσόντων για λογαριασμό της ενίσχυσης των βιογραφικών στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Ο πληθωρισμός προσόντων όπως καταγράφεται στις μέρες μας και σε πρόσφατη έρευνα του Cedefop (2011) εγκυμονεί έναν εξαιρετικό κίνδυνο ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει καταστροφικά για την κοινωνία των εργαζομένων και κυρίως για τη νέα γενιά που αντιμετωπίζει. H τάση για απόκτηση πιστοποιητικών και διπλωμάτων, χωρίς αυτά να οδηγούν σε μία συγκεκριμένη επαγγελματική προοπτική, εγκυμονούν τον κίνδυνο του ευτελισμού όλων των μορφών μάθησης και του υποβιβασμού της σε μια διαδικασία απόκτησης προσόντων χωρίς αντίκρισμα και περιεχόμενο. Είναι σαφές ότι η μάθηση θα πρέπει να αποτελέσει το αναπτυξιακό εργαλείο για την ενίσχυση της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και της καινοτομίας σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Αυτό όμως που θα πρέπει να αποφευχθεί, είναι η υπαγωγή της μάθησης εξ’ ολοκλήρου στις ανάγκες της αγοράς με συνέπεια την υποταγή της σε ένα αέναο σαφάρι προσόντων το οποίο απομακρύνει τον άνθρωπο από την ουσία, τη φιλοσοφία και τον αξιακό πυρήνα της μαθησιακής διαδικασίας. Με άλλα λόγια η μάθηση σε όλες της τις εκδοχές οφείλει να διατηρήσει τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα προσφέροντας στους πολίτες τα αναγκαία εφόδια για να σμιλέψουν την κοινωνική τους διαδρομή σε όλα τα επίπεδα και τις εκφάνσεις. Η πιστοποίηση των προσόντων θα μπορούσε να συμβάλει προς μια οργανωμένη ταξινόμηση αυτών που ξέρει κάποιος και μπορεί να κάνει, αλλά ταυτόχρονα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους οι οποίοι μπορούν να αποβούν καταστροφικοί για την αποστολή της ίδιας της μάθησης.

 

10.   μια από τις βασικές αμφιβολίες που έχουν εκφραστεί από πολλές πλευρές της Ε.Ε σχετίζεται με τη διάσπαση της μάθησης σε γνώσεις, δεξιότητες, και ικανότητες. Αυτό σημαίνει ότι αν προωθηθεί ο διασπαστικός χαρακτήρας της μάθησης ο οποίος διακρίνει τις γνώσεις από τις δεξιότητες και τις ικανότητες, δημιουργώντας στεγανά ανάμεσα σε αυτές τις τρεις κατηγορίες, τότε θρυμματίζεται ο ολιστικός χαρακτήρας της ίδιας της μάθησης, γεγονός που σημαίνει ότι το εργατικό δυναμικό θα μπορεί να είναι τεχνικά καταρτισμένο χωρίς όμως να διαθέτει ανθρωπιστική παιδεία, πολιτική κουλτούρα, και κοινωνική συνείδηση. Αυτό υποθηκεύει αρνητικά την προοπτική του κοινωνικού και πολιτισμικού χαρακτήρα της μάθησης αφού σημαντικά τμήματα του πληθυσμού θα αδυνατούν να έχουν ουσιαστική επαφή με τις πνευματικές και πολιτισμικές παραδόσεις μιας ευρύτερης παιδείας την οποία έχει ανάγκη ο σύγχρονος πολιτισμός για να συνεχίζει ευοίωνα να δρομολογεί το μέλλον και την προοπτική του. Ταυτόχρονα, το κυνήγι των πιστοποιήσεων ενδεχομένως να υποβαθμίσει την αξία κάθε μάθησης, αφού αυτό που θα έχει ενδιαφέρον δεν θα είναι η ουσία και το περιεχόμενο της ίδιας της μάθησης αλλά το credit το οποίο θα παρέχεται και θα προστίθεται σε ένα σύνολο πιστωτικών μονάδων από προηγούμενες επιμορφώσεις.

 

11.   είναι εμφανής ο κίνδυνος, ιδιαίτερα στην παρούσα οικονομική συγκυρία, με την άκριτη υιοθέτηση και εφαρμογή ενός πλαισίου προσόντων να δοθεί μονομερής έμφαση στα μαθησιακά αποτελέσματα και στις εκροές με παράλληλη υποτίμηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των εισροών του εθνικού συστήματος (δομές, περιβάλλον, κουλτούρα, αξίες, στάσεις, καθημερινότητα της εκπαιδευτικής πράξης, φιλοσοφία, ανθρώπινες σχέσεις, εκπαιδευτικοί/εκπαιδευτές, εκπαιδευτικά προγράμματα σπουδών, σύνδεση με την απασχόληση κλπ.). Μια μονομερή έμφαση στα μαθησιακά αποτελέσματα και τις εκροές μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει στην ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και της σύνδεσής του με την αγορά εργασίας. Πιστεύουμε ότι αντίστοιχη βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στις εισροές του συστήματος που αποτελούν τη μοναδική εγγύηση διασφάλισης ποιότητας του συστήματος στο σύνολό του.

 

12.   η άμεση όμως και απευθείας αδειοδότηση ιδιωτικών φορέων πιστοποίησης οι οποίοι θα πιστοποιούν προσόντα προκαλεί εύλογες ανησυχίες για τη δημιουργία φαινομένων διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων. Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα όπου δεν υπάρχει παράδοση και εμπειρία σε ζητήματα πιστοποίησης προσόντων, μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει πρόσφορες συνθήκες για την ευδοκίμηση διαμεσολαβήσεων και ανάπτυξης ιδιωτικών συμφερόντων με συνέπεια την έλλειψη εμπιστοσύνης, διαφάνειας και αξιοπιστίας ενώ ενδέχεται να απορυθμίσει τα επαγγέλματα και να υποβαθμίσει την ποιότητα των επαγγελματικών υπηρεσιών.

 

13.  η δημιουργία ενός ενιαίου και δημόσιου και κοινωνικού συστήματος πιστοποίησης των προσόντων θα διαφυλάξει το κύρος της διαδικασίας και θα προσδώσει εγκυρότητα και αξιοπιστία στο εγχείρημα. Ένα εγχείρημα που ήδη στην Ιρλανδία ή τη Μάλτα έχει ολοκληρωθεί με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, αφού η δημιουργία Εθνικών Πλαισίων Προσόντων δομήθηκε μετά από κοινωνικό διάλογο χρόνων, πάνω σε ισχυρές και δημόσιες κοινωνικές συμφωνίες ανάμεσα στο κράτος, τα πανεπιστήμια, τα επαγγελματικά επιμελητήρια, τις ενώσεις εργοδοτών και εργαζομένων.

 

14.   ακόμα και αν ένα νομοθέτημα διέπεται από μία άριστη και άρτια ρητορική προθέσεων, η εφαρμογή του είναι αυτή που θα κρίνει την τύχη και την αποτελεσματικότητά του. Μέσα από την πιστοποίηση προσόντων και το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο θα μπορούσε να προωθηθούν όλες οι δυνατές συμπράξεις που θα οδηγούσαν στην αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, θεσμοθετείται ουσιαστικά και η ευκαιρία να συνδεθεί η δια βίου μάθηση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο (Κέντρα Δια βίου Μάθησης – Περιφερειακές δομές) με την καταπολέμηση των ανισοτήτων, αφού όταν οι σχολικοί δείκτες είναι χαμηλοί το πρόβλημα δεν είναι μόνο του σχολείου, αλλά της τοπικής κοινωνίας και της περιφέρειας μέσα στην οποία εντάσσεται και το σχολείο. Η συνάρτηση άλλωστε των εκπαιδευτικών δεικτών με την οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη μιας περιοχής είναι στενή και σε πολλές περιπτώσεις ευθεία. Αυτό λοιπόν που μένει να αποδειχθεί είναι το αν η εφαρμογή του εν λόγω θεσμικού εγχειρήματος θα δικαιώσει το ορθό της ρητορικής του καθώς και την προοπτική η οποία ανοίγεται για την ενίσχυση των κοινωνικά και εκπαιδευτικά ευπαθών περιοχών της χώρας

 

15.   ο ΕΟΠΠΕΠ με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο οφείλει να αποτελέσει στην ουσία και όχι στον τύπο το βασικό κορμό στη διαδικασία συντονισμού της πιστοποίησης προσόντων στην Ελλάδα. Οι πιέσεις που ασκούνται  από τους εργοδοτικούς φορείς για την εκχώρηση σημαντικού μέρους της πιστοποίησης στις δυνάμεις της αγοράς της αγοράς μέσα από φορείς όπως ο Ε.ΣΥ.Δ (Εθνικό Σύστηµα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) σύμφωνα με το Νόµο 306612002 (ΦΕΚ Α’ 252) εντείνουν τις προσπάθειες για την υπαγωγή της διαδικασίας της πιστοποίησης στις δυνάμεις της αγοράς και της λογικής της εμπορίας προσόντων. Να θυμίσουμε ότι ο ΕΣΥΔ χορηγεί τα πιστοποιητικά διαπίστευσης στους αντίστοιχους Φορείς Πιστοποίησης, εφόσον διαπιστώσει, µετά από επιτόπου αξιολόγηση από οµάδα αξιολογητών και εμπειρογνωμόνων, ότι ο Φορέας έχει την ικανότητα να πιστοποιεί φυσικά πρόσωπα (σύµφωνα µε τις απαιτήσεις του διεθνούς προτύπου IS017024:2003), αναγνωρίζοντάς τον, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ως επαρκή, για την ανάπτυξη, λειτουργία και συντήρηση ενός συστήµατος πιστοποίησης προσώπων ανεξάρτητα από τον εμπλεκόμενο τοµέα. Ως εκ τούτου λοιπόν,  θεωρούμε αδιανόητη μια τέτοια προοπτική αφού υποστηρίζουμε ακράδαντα τη λειτουργία του Ε.Ο.ΠΠ.Ε.Π, ως του μοναδικού και αδιαμφισβήτητου φορέα ο οποίος θα έχει τον εποπτικό και ελεγκτικό μηχανισμό για όλη τη διαδικασία πιστοποίησης προσαντών στη χώρα. Ταυτόχρονα θεωρούμε ιδιαίτερα κρίσιμο να δοθεί χώρος για την ανάπτυξη ενός βιώσιμου συστήματος προσόντων σε κοινωνικούς φορείς (Πανεπιστήμια, Κοινωνικούς Εταίρους, Επιμελητήρια κλπ) με στόχο την υπεύθυνη και αξιόπιστη εμπλοκή σε μια προσπάθεια να αποκεντρωθεί και να λειτουργήσει αξιόπιστα, αυτή η τόσο κοινωνικά ευαίσθητη θεσμική διαδικασία.

 

Των Χρήστου Γούλα, Διευθυντή ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ ‒ Νίκου Φωτόπουλου, Επίκουρου Καθηγητή Παν/μίου Δ. Μακεδονίας & Επιστημονικού συμβούλου ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ